- πωλήσας
- πωλήσᾱς , πωλέωsellaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
ωραιοπώλης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που πουλάει φρέσκα φρούτα 2. «ταριχοπώλης» 3. «ὁ τὴν ἀκμὴν πωλήσας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + πώλης*] … Dictionary of Greek